νώκαρ

νώκαρ
νῶκαρ, -αρος, τὸ (Α)
1. λήθαργος, κώμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια»
3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε -αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα νωκ- τού θ. νεκτών νέκυς-νεκρός*. Το γεγονός όμως ότι η λ. νῶκαρ μαρτυρείται σχετικώς μεταγενέστερα μπορεί ίσως να στηρίξει την άποψη ότι το φωνήεν -ω- οφείλεται στην επίδραση τής λ. κῶμα, ενώ η κατάλ. -αρ σε επίδραση τών ὄναρ, ὕπαρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νωκαρώδης — νωκαρώδης, ῶδες (Α) [νώκαρ] οκνηρός, νωχελής, βραδυκίνητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”